-
1 φιλοσοφία
φιλοσοφίᾱ, φιλοσοφίαlove of knowledge: fem nom /voc /acc dualφιλοσοφίᾱ, φιλοσοφίαlove of knowledge: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————φιλοσοφίαι, φιλοσοφίαlove of knowledge: fem nom /voc plφιλοσοφίᾱͅ, φιλοσοφίαlove of knowledge: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 φιλοσοφια
ἥ1) любовь к знанию, любознательность(ἥ φ. κτῆσις ἐπιστήμης, sc. ἐστίν Plat.)
2) исследование, учение, наука(περί τι Isocr.)
αἱ φιλοσοφίαι Isocr., Plat. — изыскания, исследования3) любовь к мудрости, философияἐν φιλοσοφίᾳ ζῆν Plat. — посвятить свою жизнь философии;ἥ πρώτη φ. Arst. — философия первоначал, метафизика4) философское учение(ἥ τῶν Ἰταλικῶν φ. Arst.; ἥ Ἰωνικέ φ. Diog.L.; ἥ σκεπτικέ φ. Sext.)
-
3 φιλοσοφία
φιλοσοφία ηфилософия:φιλοσοφία των πατέρων η — философия отцов – богословская наука, изучающая мировоззрения Святых Отцов Восточной и Западной Церкви
-
4 φιλοσοφία
φιλοσοφία, ας, ἡ (Pla., Isocr. et al.; 4 Macc; EpArist 256; Philo; Jos., C. Ap. 1, 54, Ant. 18, 11 al.) philosophy, in our lit. only in one pass. and in a pejorative sense, w. κενὴ ἀπάτη, of erroneous teaching Col 2:8 (perhaps in an unfavorable sense also in the Herm. wr. Κόρη Κόσμου in Stob. I p. 407 W.=494, 7 Sc.=Κόρη Κόσμου 68 [vol. IV p. 22, 9 Nock-Festugière]. In 4 Macc 5:11 the tyrant Antiochus terms the Hebrews’ religion a φλύαρος φιλοσοφία).—GBornkamm, D. Haeresie des Kol: TLZ 73, ’48, 11–20.—DELG s.v. σοφός. M-M. TW. Sv. -
5 φιλοσοφία
φῐλοσοφ-ία, ἡ,A love of knowledge, pursuit there of, speculation, Isoc.12.209, Pl.Phd. 61a, Grg. 484c, al.;ἡ φ. κτῆσις ἐπιστήμης Id.Euthd. 288d
; defined as ἄσκησις ἐπιτηδείου τέχνης, Stoic. in Placit. 1 Prooem.2.2 systematic, methodical treatment of a subject,ἐμπειρίᾳ μέτιθι καὶ φιλοσοφίᾳ Isoc.2.35
; ἡ περὶ τὰς ἔριδας φ. scientific treatment of argumentation, Id.10.6; ἡ περὶ τοὺς λόγους φ. the study of oratory, Id.4.10: pl.,οἱ ἐν ταῖς φ. πολὺν χρόνον διατρίψαντες Pl.Tht. 172c
;τέχναι καὶ φ. Isoc.10.67
.3 philosophy, Id.11.22, Pl.Def. 414b, etc.;ἱστορία φ. ἐστὶν ἐκ παραδειγμάτων D.H.Rh.11.2
:—Isoc. usu. prefixes the Art., 2.51, 5.84, 7.45 (but cf. 2.35 supr.); sts. also in Pl. and Arist., as Pl.Grg. 482a, Arist. Metaph. 993b20, EN 1177a25, and so later,διὰ τῆς φ. καὶ κενῆς ἀπάτης Ep.Col.2.8
; but more freq. without Art.,τοῖς ἐν φιλοσοφίᾳ ζῶσιν Pl. Phd. 68c
, al., cf. Arist.Pol. 1341b28, al. (cf.Πλάτων καὶ φ. Plu.2.176d
); exc. when an Adj. or some qualifying word is added toἡ θεία φ. Pl.Phdr. 239b
;ἐκείνου τῇ φ. Id.Ly. 213d
;ἡ περὶ τὰ ἀνθρώπεια φ. Arist.EN 1181b15
;ἡ τῶν Ἰταλικῶν φ. Id.Metaph. 987a31
(and pl., αἱ εἰρημέναι φ. ib.29); so laterἡ Ἰωνικὴ φ. D.L.1.122
;ἡ δογματική, Ἀκαδημαϊκή, σκεπτικὴ φ. S.E.P.1.4
, etc.;ὁ Ἐμπεδοκλῆς ἐν ἀρχῇ τῆς φ. Plu.2.607c
, etc.; esp.ἡ πρώτη φ.
metaphysic,Arist.
Metaph. 1026a24, cf. 18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοσοφία
-
6 φιλοσοφία
η1) философия; 2) перен. стоицизм; З) равнодушие, апатия;§ δε θέλει (μεγάλη) φιλοσοφία — это и младенцу понятно, это слишком просто
-
7 φιλοσοφίᾳ
Βλ. λ. φιλοσοφία -
8 φιλοσοφία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φιλοσοφία
-
9 φιλοσοφία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φιλοσοφία
-
10 φιλοσοφία
философия, философское учение.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φιλοσοφία
-
11 φιλοσοφία
-
12 φιλοσοφία
-ας + ἡ N 1 0-0-0-0-5=5 4 Mc 1,1; 5,11.22; 7,9.21philosophy 4 Mc 5,11; philosophical exposition 4 Mc 1,1Cf. KLAUCK 1989, 686; →NIDNTT; TWNT -
13 φιλοσοφία
[философиа] ουσ θ философия. -
14 φιλοσοφία
φιλο-σοφία, ἡ, Liebe zur σοφία; bes. Liebe zur Gelehrsamkeit, zu den Wissenschaften, Beschäftigung damit; bes. wissenschaftliche Behandlung der Redekunst u. Dialektik. Liebe zur Weisheit, Philosophie, von Sokrates an gebräuchlich. Übh. kunstgemäße Behandlung, Untersuchung nach gewissen Regeln u. Grundsätzen, wissenschaftliche Forschung -
15 φιλοσοφία
felsefe, hikmet -
16 φιλοσοφία
philosophie -
17 φιλοσοφία
filozofia (f) rzecz. -
18 φιλοσοφία
filozofie -
19 φιλοσοφία
philosophyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φιλοσοφία
-
20 φιλοσοφίας
φιλοσοφίᾱς, φιλοσοφίαlove of knowledge: fem acc plφιλοσοφίᾱς, φιλοσοφίαlove of knowledge: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
φιλοσοφία — φιλοσοφίᾱ , φιλοσοφία love of knowledge fem nom/voc/acc dual φιλοσοφίᾱ , φιλοσοφία love of knowledge fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων … Dictionary of Greek
φιλοσοφία — η 1. η αγάπη ή η επιδίωξη της σοφίας (βλ. λ.), η επιθυμία για γνώση, η φιλομάθεια. 2. η αναζήτηση της αλήθειας, η έρευνα της φύσης των πραγμάτων, η επιστήμη που εξετάζει τις πρώτες αρχές και αιτίες των όντων: Η φιλοσοφία είναι η μητέρα των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοσοφίᾳ — φιλοσοφίαι , φιλοσοφία love of knowledge fem nom/voc pl φιλοσοφίᾱͅ , φιλοσοφία love of knowledge fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
ινδική φιλοσοφία — Η φιλοσοφία που αναπτύχθηκε στην Ινδία. Κεντρικό πρόβλημα της ι.φ. είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από τον κύκλο της ζωής και των αναγεννήσεων –σαμσάρα– που συνδέεται με το κάρμα, δηλαδή τον καρπό των πράξεων που συντελέστηκαν σε προηγούμενες… … Dictionary of Greek
Πρώτη φιλοσοφία — (prole philosophia) (греч.) первая философия. Так Аристотель назвал метафизику; Вольф онтологию. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов.… … Философская энциклопедия
αξιών, φιλοσοφία των- — Γερμανικό φιλοσοφικό ρεύμα που γνώρισε ανάπτυξη στο τέλος του 19ου αι. και στις πρώτες δεκαετίες του 20ού και στο οποίο δεσπόζουν δύο φυσιογνωμίες: ο Βίλχελμ Βίντελμπαντ και ο Χάινριχ Ρίκερτ. Οι δύο αυτοί φιλόσοφοι, ξεκινώντας από τις αρχές της… … Dictionary of Greek
φιλοσοφίας — φιλοσοφίᾱς , φιλοσοφία love of knowledge fem acc pl φιλοσοφίᾱς , φιλοσοφία love of knowledge fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοσοφίαι — φιλοσοφία love of knowledge fem nom/voc pl φιλοσοφίᾱͅ , φιλοσοφία love of knowledge fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοσοφίαν — φιλοσοφίᾱν , φιλοσοφία love of knowledge fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)